`Ωρ-α > H-ora


Ώρα, ώρη σημαίνει το χρονικό διάστημα, έτος, εποχή, τμήμα του ημερονυκτίου (όπως σήμερα). Παράγονται τα ώριμος, ωραίος, κα.

Το `ώρα με την δασεία του στα λατ. γίνεται hora (>hornus), ιταλ. ora, ενώ από το `ώρη>αρχ.γαλ. hore>ore, γαλ. heure, αρχ.αγγλ. oure>houre>αγγλ. hour.


Συγγενικά είναι τα heur, year, jare, jahr, jer, που σημαίνουν όμως έτος, φέτος σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες.




ὥρα
hour
year

1 σχόλιο:

3Δ ΑΠΟΘήΚΗ

Άσχετο, αλλά θέλω να αναρτήσω και τα τρισδιάστατα μοντέλα που ανεβάζω στην Γούγλη Γαία (Google Earth)! Μπορεί να καθυστερήσουν λίγο να κατεβούν, αλλά αν περιμένετε, θα δείτε τα κτίρια τρισδιάστατα!